Παρεμβαίνοντας κατά τη συζήτηση της έκθεσης, η ελληνίδα ευρωβουλευτής υπογράμμισε ότι οι ευρωπαίοι πολίτες χρησιμοποιούν τόσο τις Καταγγελίες στην Επιτροπή - αυτό το φανερώνει άλλωστε η 22η έκθεση της Ευρ. Επιτροπής για τον έλεγχο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου - όσο και τις Αναφορές στο Ευρωκοινοβούλιο ως μέσο ενίσχυσης της επιθυμίας τους να δουν να εφαρμόζεται το κοινοτικό δίκαιο. Διαπίστωσε, όμως, ότι αν και οι Ευρωπαίοι πολίτες είναι συνειδητοί κριτές της αποδοχής του κοινοτικού κεκτημένου, εντούτοις, δεν τους δίνεται η δυνατότητα να έχουν σωστή αντιμετώπιση, τόσο από την Ευρ. Επιτροπή, όσο και από την Επιτροπή Αναφορών του ΕΚ. Κι αυτό, γιατί όπως γίνεται κατανοητό από την έκθεση, οι επίσημα εκλεγμένοι αντιπρόσωποί τους, οι ευρωβουλευτές, δεν μπορούν να ελέγχουν τις Αναφορές από το πρώτο στάδιο κατάθεσής τους.
Τόνισε επίσης ότι κατά την επεξεργασία των Αναφορών λείπει τόσο η διαφάνεια στις αποφάσεις της Κομισιόν όσο και η παρουσία του Συμβουλίου. "Ενισχύεται έτσι η άποψη που εκφράζεται στην έκθεση", ανέφερε η κ. Παναγιωτοπούλου, "ότι πρέπει να αλλάξει ο τρόπος και η διαδικασία της λήψης των Αναφορών, αλλά και της εξέτασής τους, ώστε οι ευρωπαίοι πολίτες να νιώθουν ότι πράγματι το αίτημά τους εξετάζεται, χωρίς κομματικά ή άλλα κριτήρια από μια γραμματεία που μένει ουδέτερη και δεν αναμειγνύεται στο έργο των ευρωβουλευτών". Επιπλέον, επεσήμανε ότι η ευρωπαϊκή ιθαγένεια μπορεί να προωθηθεί με την καλύτερη και αποτελεσματικότερη άσκηση του δικαιώματος Αναφοράς. "Είναι ένα σημαντικό μέσο με το οποίο κάθε πολίτης της Ένωσης μπορεί να απαιτήσει την επίσημη εξέταση των αιτιάσεών του για αθέτηση ή μη συμμόρφωση με την κοινοτική νομοθεσία", υπενθύμισε η ευρωβουλευτής.
Ολοκληρώνοντας την παρέμβασή της, η κ. Παναγιωτοπούλου- Κασσιώτου δήλωσε: "Οι Ευρωβουλευτές οφείλουν να έχουν την ευχέρεια να κρίνουν το εάν είναι ικανοποιητικές οι απαντήσεις της Κομισιόν, να ελέγχουν το χρονικό πλαίσιο διεκπεραίωσης της κάθε Αναφοράς και να ανταποκρίνονται επιτυχώς στα δίκαια αιτήματα των ευρωπαίων πολιτών". Κατά την κοινοβουλευτική περίοδο 2004-2005, υποβλήθηκαν 1609 Αναφορές που αφορούσαν σε ποικίλα ζητήματα, αλλά το 1/3 των Αναφορών χαρακτηρίστηκαν μη παραδεκτές, γιατί δεν ενέπιπταν στο πεδίο αρμοδιότητας της ΕΕ.
Σε σημαντικό αριθμό Αναφορών επισημαίνονται οι δυσκολίες που σχετίζονται με την εφαρμογή των υφισταμένων οδηγιών της ΕΕ, κυρίως στους τομείς του περιβάλλοντος, της κοινωνικής ασφάλισης, της αναγνώρισης διπλωμάτων, καθώς και άλλες πτυχές που αφορούν στην λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η Επιτροπή Αναφορών επιδοκιμάζει τις πρωτοβουλίες της Ευρ. Επιτροπής να συνδράμει τα κράτη μέλη στη μεταφορά ιδιαίτερα δύσκολων οδηγιών. Σύμφωνα με την 22η ετήσια έκθεση της Επιτροπής για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (2004), η πρόοδος για τα εθνικά μέτρα μεταφοράς του κοινοτικού κεκτημένου έδειχνε ήδη τον Αύγουστο του 2004 μέσο όρο ύψους 94,14% για τα δέκα νέα κράτη μέλη (97,96 % για την ΕΕ 15), ενώ σε 97,69 % ανέρχεται ο μέσος όρος ενσωμάτωσης της κοινοτικής νομοθεσίας για την ΕΕ των 25.
Σχολιάζοντας το μέτρο της επιτυχούς εναρμόνισης της κοινοτικής νομοθεσίας με το εθνικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους, η κ. Παναγιωτοπούλου δήλωσε ότι "αυτή εξαρτάται όχι μόνο από την τυπική μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους, αλλά και από την σωστή εφαρμογή της εκ μέρους της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, καθώς και κατά τις διασυνοριακές συνέργειες εντός της ΕΕ".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου